- καμουφλαρισμένος
- [камуфларизмэнос] εκ. камуфлированный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
καμουφλάρομαι — καμουφλάρομαι, καμουφλαρίστηκα, καμουφλαρισμένος βλ. πίν. 54 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καμουφλάρω — και καμουφλαρίζω (λ. γαλλ.), καμουφλάρισα, καμουφλαρίστηκα, καμουφλαρισμένος, παραλλάζω την εξωτερική εμφάνιση θέσης ή αντικειμένου για απόκρυψη: Τα τανκς ήσαν καμουφλαρισμένα και δεν τα είδε ο εχθρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)